διψην

διψην
    διψῆν
    inf. к διψάω См. διψαω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διψην" в других словарях:

  • διψῆν — διψάω thirst pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψην — δίψος neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψα — η (AM δίψα) 1. η φυσιολογική ανάγκη που αισθάνεται κανείς για να πιει νερό ή άλλο υγρό 2. διακαής πόθος, ακράτητη επιθυμία («δίψα για εκδίκηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομηρ. μτχ. < διψάων και το απαρμφ. διψήν παρουσιάζουν όμοιο… …   Dictionary of Greek

  • πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»